- Παρθέν'
- Παρθένε , Παρθένοςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρθέν — παρατίθημι place beside aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθέν' — παρθένε , παρθένος fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
Veleda — ist der Name einer germanischen Seherin, die im 1. Jahrhundert n. Chr. bei den Brukterern wirkte. Inhaltsverzeichnis 1 Überlieferung und Namensetymologie 2 Historische Ereignisse 3 Rezeption … Deutsch Wikipedia
Λευκιανή — Λευκιανή, ἡ (Α) προσωνυμία τής Αρτέμιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκός + κατάλ. ιανή (πρβλ. παρθεν ιανή)] … Dictionary of Greek
καλλιπαρθένιος — καλλιπαρθένιος, ον (Α) καλλιπάρθενος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + παρθέν ιος (< παρθένος)] … Dictionary of Greek
κομίσκη — κομίσκη, δωρ. τ. κομίσκα, ἡ (Α) υποκορ. τού κόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη + υποκορ. κατάλ. ίσκη, θηλ. τού ίσκος (πρβλ. παιδ ίσκη, παρθεν ίσκη)] … Dictionary of Greek
οπιπεύω — ὀπιπεύω και διάφ. τ. ὀπιπτεύω (Α) 1. παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα, με περιέργεια («δινεύων κατὰ οἶκον, ὀπιπεύσεις δὲ γυναῑκας;», Ομ. Οδ.) 2. ενεδρεύω, παραμονεύω, παραφυλάω 3. (ενεργ. και μέσ.) δελεάζω, εξαπατώ, αποπλανώ («δολεροῑσιν … Dictionary of Greek
παιανίας — παιανίας, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οἱ παιανίαι ονομασία λειτουργών σε ιεροτελεστίες ή, κατά δ. ερμ., αυτός που άδει παιάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιάν, ᾶνος + κατάλ. ίας (πρβ. παρθεν ίας)] … Dictionary of Greek
παιδοπίπης — παιδοπίπης, ὁ (Α) αυτός που κρυφοκοιτάζει πονηρά τα παιδιά, ο παιδεραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + οπίπης (< ὀπιπεύω*), πρβλ. παρθεν οπίπης] … Dictionary of Greek